Κείμενα - Ομιλίες - Αναφορές

 

Ομιλία Κώστα Φ Τσαλαχούρη στην πανηγυρική συνεστίαση των λεσχών LIONS Ρόδου, 27 Οκτωβρίου 2009 στο Ξενοδοχείο Rodian Amathus.

Κυρίες και Κύριοι,

Λίγες μέρες μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στην καρδιά της Ρόδου, στο πιο κεντρικό σημείο της, ακούστηκε η μαγική λέξη ΑΕΡΑ!..

Ακούστηκε ακριβώς μπροστά στα καταστήματα της εισόδου της Νέας Αγοράς. Βρέθηκε ο τολμηρός να την φωνάξει και να την ακούσει ένας άλλος αγνός πατριώτης, από τους ξεσπιτωμένους της Μικράς Ασίας, απ' αυτούς που βρήκαν καταφύγιο στη φιλόξενη Ρόδο.

Έτσι η μαγική αυτή λέξη που ακούστηκε στην Αλβανία, στα ελληνοαλβανικά σύνορα από τις πρώτες ώρες του πολέμου, ήχησε και στη Ρόδο, λίγες μέρες μετά από εκείνο το ξέσπασμα, όταν η ελληνική ψυχή είχε απέναντί της τα οκτώ εκατομμύρια ιταλικές μπαγιονέτες!.. Ήταν η 10η Νοεμβρίου 1940. Ώρα 10 το πρωί. Ναι, ακούστηκε στη Ρόδο τις μέρες εκείνες, σε μεγάλες αιθέριες στιγμές όταν οι λίγοι τολμηροί, κάτω από την μπότα του κατακτητή, μετρούσαν τους σφυγμούς της διεθνούς κοινής γνώμης και άκουγαν από τα λίγα ραδιόφωνα, τα εκπληκτικά εκείνα κατορθώματα και αναρωτιούνταν, μήπως ήρτε και για μας η ώρα του λυτρωμού;

Ο κρυφός αυτός πόθος πήρε σάρκα και οστά και άρχισε να συζητείται στις ρούγες, στα σοκάκια της Ρόδου, να βρίσκεται στα χείλη του κάθε ανθρώπου που έβλεπε και έπλαθε όνειρα, όνειρα ελπίδας και λευτεριάς. Μήπως; Μήπως ήρτεν η ώρα η μαγεμένη; Και ο τολμηρός νέος, από φύση του αδείλιαστος, θαρραλέος, δεν ήταν άλλος από το Γιώργο Κωσταρίδη. Τον ήρωα μας. Ηλικία; 24 χρόνων. Περνώντας από το κατάστημα του πατριώτη φίλου του αντί «Καλημέρα», βροντοφώναξε ΑΕΡΆ και συνέχισε το δρόμο του. Αλλά βρέθηκε ο Καρφωτής. Τον άκουσε και με ύφος και στυλ πειθήνιου οργάνου, το κατέθεσε εγγράφως στις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, όπου βρίσκεται ο σχετικός φάκελος απ' όπου και τον ανασύραμε για να καταγράψουμε το γεγονός.

Ο Καρφωτής ή μάλλον οι καρφωτές ήταν δύο, φραγκοσμυρνιοί, φραγκολεβαντίνοι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι στην ιταλοκρατούμενη Ρόδο. Απ' αυτούς ταλαιπωρήθηκε πολύ ο ντόπιος πληθυσμός. Δεν μπορούν να ξεχάσουν ακόμη οι Ροδίτες και οι Ροδίτισσες την Λεβαντίνα Φιλιππούτσι στο Νιοχώρι που μοίραζε αντί κόκκινα, αυγά μαύρα ή τα άφηνε στις πόρτες των Νιοχωριτών και διαλαλούσε ότι όταν από μαύρα γίνουν κόκκινα, τότε θα έλθει η Ελλάδα στα νησιά.

Το ίδιο συνέβαινε στον Αη Γιώργη. Εκεί οι φραγκολεβαντίνοι τοποθετούσαν στις κλειδαριές των σπιτιών τσουκνίδες και αγκάθια και προκαλούσαν τους διερχόμενους ότι όταν αυτά γίνουν τριανταφυλλιές τότε εσείς θα δείτε Ελλάδα και ελευθερία όπως τη θέλετε και τη λέτε-για την ιστορία ονομάζονταν Σιτσιλιάνο Αντρέα και Αντρόνικο.

Ακόμη ηχούν στα αυτιά των παλαιότερων τα συνθήματα που έδινε η φραγκολεβαντίνα Ζερμαίν Αλιόττι, υπαρχηγός του γυναικείου Φάσιο, κατά τη διάρκεια των αντισυμμαχικών διαδηλώσεων που λάμβαναν χώραν στο Μανδράκι, και τις ημέρες τις καταλήψεως της Αλβανίας, και της επιθέσεως εναντίον της Ελλάδος.

Τα ραδιόφωνα στη Ρόδο τις πρώτες μέρες του πολέμου αριθμούσαν τα τετρακόσια. Οι ιταλικές Αρχές δεν έκαμαν καμιά προσπάθεια να τα ασφαλίσουν γιατί ήταν σχεδόν βέβαιες ότι ο πόλεμος θα ήταν ένας απλός περίπατος.

Όλες οι ενοχλήσεις και βομβαρδισμοί που γίνονταν μέχρι εκείνης της στιγμής στον ελληνικό χώρο και από της πλευράς των ιταλικών νήσων του Αιγαίου, δεν βρήκαν καμιά αντίσταση.

Το προκεχωρημένο φυλάκιο των Ιταλών στο κέντρο του Αιγαίου, η ναυτική βάση της Μαλτεζάνας στην Αστυπάλαια αποτελούσε την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη και έλεγχε τα πάντα με τα τορπιλοβόλα και τα υδροπλάνα.

Ο ναύσταθμος της Λέρου, αποτελούσε την κύρια βάση των ιταλικών υποβρυχίων και των καταδρομικών και εξασφάλιζε κάθε παραβίαση εξ ανατολών, από της πλευράς της Τουρκίας.

Οι παραβιάσεις που γίνονταν, είτε από ψαράδες είτε από ειδικούς πράκτορες, που ήθελαν να γνωρίζουν τα τεκταινόμενα, μετά τις συμφωνίες μεταξύ Τουρκίας-Ιταλίας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των Ιταλικών νήσων του Αιγαίου και της Τουρκίας, το Δεκέμβριο του 1932, και μετά, αντιμετωπίζονταν με τρόπους πρωτόγνωρους για την εποχή του Μεσοπολέμου.

Όποιος συλλαμβανόταν, επιτόπου κουρευόταν και στην κεφαλή του ζωγραφιζόταν η ιταλική σημαία. Πραγματικά ζωγραφιζόταν με μπογιά σχεδόν ανεξίτηλη. Στη συνέχεια μετά τις δριμύτατες παρατηρήσεις αφηνόταν ελεύθερος να επιστρέψει απέναντι με το πλωτό του. Κατάσχονταν μόνον τα όπλα και τα είδη αλιείας.

Από τη Λέρο απέπλευσε, ύστερα από εντολή του τετράρχη του φασισμού Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκκι ντι Βαλ Τζισμόν, το υποβρύχιο «Ντελφίνο» για να τορπιλίσει την «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940. Η Ελληνική κυβέρνηση αποσιώπησε το γεγονός και μίλησε για άγνωστο υποβρύχιο, παρότι είχε όλα τα τεκμήρια.

Είχε προηγηθεί η δήλωση στις 29 Απριλίου 1940 του υπουργού της ιταλικής Αφρικής στρατηγού Τερούτσι που ανακοίνωνε ότι η Δωδεκάνησος κηρύσσεται πολεμική ζώνη και απαγορεύεται η διέλευση ξένων αεροπλάνων. Από την ημέρα αυτή η Δωδεκάνησος βρίσκεται σε εμπόλεμη περιοχή και σχεδόν αποκλείεται από τις βρετανικές ναυτικές δυνάμεις. Για την ιστορία ο αποκλεισμός αυτός θα είναι μακροχρόνιος και θα διαρκέσει μέχρι τη λήξη του πολέμου, με τραγικές συνέπειες για τον ντόπιο πληθυσμό.

Η μέρα εκείνη~ η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ηλιόλουστη. Μικρό καλοκαιράκι, για τη Ρόδο. Τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να είναι ορατά αλλά τίποτα δεν προδιέγραφε ότι εκείνο το πρωινό το σκηνικό του Δωδεκανησιακού ζητήματος, θα άλλαζε, μια για πάντα.

Η είδηση της ενάρξεως του πολέμου με την επίδοση του τελεσιγράφου τις πρωινές ώρες μεταδόθηκε από το Ράδιο «Ε», των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων που ήταν εγκατεστημένο στο Ροδίνι. Ταυτόχρονα τις πρώτες πρωινές ώρες άρχισε να βομβαρδίζεται ανηλεώς η Μαλτεζάνα από βρετανικά αεροσκάφη, λόγω αδυναμίας της Ελλάδος να διαθέσει έστω και ένα από τα λίγα που είχε. Από τη Ρόδο πέταξαν βρετανικά πολεμικά και έριξαν μερικές βόμβες χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Το ίδιο πρωινό το πρακτορείο Ρώυτερ μετέδωσε ότι τα Δωδεκάνησα έχουν απομονωθεί τελείως από το αγγλικό πολεμικό ναυτικό, υπάρχουν δε άφθονοι-έτσι το μεταδίδει- ενδείξεις ότι τα εφόδια των εις τα Δωδεκάνησα Ιταλών έχουν ελαττωθεί σημαντικότατα. Είναι μάλιστα εντελώς αμφίβολο εάν η Ιταλία να μπορέσει επί πολύ να κρατήσει, αν δεν κατορθώσει να διασπάσει τον υπό του αγγλικού στόλου ενεργούμενο αποκλεισμό στο Αιγαίο.

Στις 6 το πρωί δύναμη καραμπινιέρων αποκλείει την περιοχή του Νιοχωριού και ειδικά το δρόμο όπου βρίσκεται το Βασιλικό Προξενείο της Ελλάδος. Οι επικεφαλής αξιωματικοί παραβιάζουν τον αύλειο χώρο και εγκαθίστανται εκεί, μη επιτρέποντες σε κανένα να εγκαταλείψει το κτίριο.

Ο ίδιος ο Πρόξενος Γεώργιος Χριστοδούλου, στην επίσημη έκθεσή του γράφει ότι «...την ημέραν της ενάρξεως του Ελληνοϊταλικού πολέμου, συγκεκριμένως δε την 6ην πρωινήν ώραν της 28ης Οκτωβρίου, άνευ τινός προειδοποιήσεως το Βασιλικόν Προξενείον περιεκυκλώθη υπό Ιταλών Carabinieri, οίτινες εγκατασταθέντες αποτόμως εις τον κήπον του Προξενείου παρημπόδισαν οιανδήποτε κίνησιν εμού τε και του προσωπικού του Προξενείου. Περί ώραν 8ην της αυτής ημέρας προσήλθεν αξιωματικός της ιταλικής καραμπινιερίας όστις μοι ανήγγειλε, κατ' εντολήν του Γενικού Διοικητού των Νήσων, ότι το ληφθέν μέτρον ωφείλετο εις την δημιουργηθείσαν μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας έντασιν των σχέσεων... »

Ο επικεφαλής του στρατιωτικού τμήματος Ιταλός αξιωματικός, βίαια εισέρχεται στο κτίριο και στην έρευνα που διενεργούν οι άντρες του, αφαιρείται το ραδιόφωνο του προξένου. Σε διαμαρτυρία του Χριστοδούλου ότι τέτοια μέτρα δεν ελήφθησαν όταν εγκατέλειψαν τη Ρόδο οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας, μετά τη διακοπή των σχέσεων των χωρών τους με την Ιταλία, και την είσοδο της τελευταίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, στις 30 Ιουνίου 1940, δεν πήρε απάντηση. Απλώς ο αξιωματικός ύστερα από λίγο του είπε ότι «εκτελούνται οι ληφθείσες οδηγίες».

Αρνητική ήταν επίσης η απαίτηση του Έλληνα προξένου να συναντήσει τον Τούρκο συνάδελφό του αλλά όταν ζήτησε συνάντηση με το γραμματέα της Διοικήσεως Αττίλιο Μπατζάνι αυτή κλείστηκε αμέσως για το πρωί της μεθεπομένης, στις 30 Οκτωβρίου.

Με τη συνάντηση αυτή ο Χριστοδούλου έκπληκτος πληροφορείται ότι όλοι οι Έλληνες υπήκοοι, ηλικίας από 20 μέχρι 60 χρόνων, έχουν μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ότι ο αριθμός των πολιτικών αιχμαλώτων, είναι περίπου πεντακόσιοι. Ο πρόξενος δεν μπορεί να εκτιμήσει πόσοι είναι οι Έλληνες υπήκοοι που διαμένουν στα νησιά, γιατί στα μητρώα του Προξενείου οι εγγεγραμμένοι υπερέβαιναν τις δύο χιλιάδες, αριθμός εξωπραγματικός για την εποχή αυτή. Ο Χριστοδούλου ζητά πριν αναχωρήσει από τη Ρόδο να τους συναντήσει αλλά η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Μόνο ο Μπατζάνι, σε ερώτηση τι μέτρα πάρθηκαν για την κατοικία, διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κρατουμένων, και τη συντήρηση των οικογενειών των πολιτικών αιχμαλώτων, απάντησε ότι το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι στους κρατούμενους δίδεται τροφή.

Η είδηση της συλλήψεως των Ελλήνων υπηκόων μεταδίδεται από τη Ρόδο τις πρώτες μέρες του πολέμου. Το τηλεγράφημα που στάλθηκε στους αιθέρες με ασύρματο, αναφέρει ακριβώς ότι « ... θέσις 20-60 συλληφθέντων Ελλήνων υπηκόων αξιοθρήνητος εκ 500, εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως Στάδιον Ρόδου, τάφρον ... τειχών πόλεως. Εν υπαίθρω υγρούς, ενδιαιτώνται πενιχρότατα». Ποιος το έστειλε; Ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Η είδηση της συλλήψεως μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Δημοσιεύεται επίσης στις ελληνικές εφημερίδες με αρκετή δόση υπερβολής. Αναφέρει ότι «ο ιταλικός φασισμός προέβη εις ακατονομάστους θηριωδίας και πρωτοφανή όργια εναντίον του Δωδεκανησιακού λαού. Νέοι και γέροντες, όλος ο άρρην πληθυσμός ηλικίας 18 έως 60, ερρίφθη εις τάφρους και υπεβλήθη εις μαρτύρια αντάξια της ιεροεξεταστικής πολιτικής των τυράννων της Ρώμης. Η διαμαρτυρία της Κεντρικής Δωδεκανησιακής Επιτροπής προς ολόκληρον τον πεπολιτισμένον κόσμον δεν είναι δυνατόν παρά να εγείρη την παγκόσμιον αγανάκτησιν κατά των δολοφόνων φασιστών ... ».

Οι συλλήψεις των Ελλήνων υπηκόων, άρχισαν αμέσως, τις πρώτες ώρες της κηρύξεως του πολέμου. Πρώτα συνελήφθησαν οι διαμένοντες στην πόλη και τα χωριά της Ρόδου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στη Ρόδο από τα άλλα νησιά. Σχέδιο καλά προετοιμασμένο. Μέσα σε τέσσερις μέρες, όλα είχαν τελειώσει.

Πόσοι ήταν; Μέχρι σήμερα δεν το γνωρίζουμε. Ο αριθμός που λέγεται περισσότερον είναι 333.

Ο πρόξενος Χριστοδούλου, φεύγοντας από τη Ρόδο, το πρωί 27 Νοεμβρίου 1940, παρέδωσε στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη κατάλογο με 92 ονόματα που συνέταξε από μνήμης. Δυστυχώς δύο φάκελοι που κατέγραφαν το γεγονός και που βρίσκονταν στα αρχεία των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών, παρά τις επίμονες προσπάθειες μας, δεν βρέθηκαν.

Το πρόβλημα, όμως, για τους Έλληνες υπηκόους είναι μεγάλο. Από το πρωί στις 28 Οκτωβρίου αφαιρέθηκε από όλους τους Έλληνες η άδεια εργασίας και έτσι έκλεισαν όλα τα καταστήματα. Πολλά καταστήματα και επιχειρήσεις τέθηκαν υπό μεσεγγύηση. Πάντως το μέτρο της μεσεγγυήσεως δεν ήταν γενικό και έγινε όπως με τους Γάλλους και Άγγλους υπηκόους. Τους άφησαν ελεύθερους στη χρήση της περιουσίας τους. Οι καταθέσεις, όμως, δεσμεύτηκαν, μέτρο σκληρό και δύσκολο για τους Έλληνες υπηκόους, γιατί ενώ βρίσκονταν στην τάφρο, οι οικογένειές τους δεν είχαν τα απαιτούμενα για τη διαβίωσή τους. Ορισμένοι από τους συλληφθέντες, για περισσότερη παρακολούθηση, μεταφέρθηκαν στις εγκαταστάσεις της Αρένας ντελ Σολ, του Σταδίου. Τον εκδότη της εφημερίδας «Ροδιακή», Εμμανουήλ Καλαμπίχη τον έστειλαν στην Τήλο, στο μέρος όπου διέμεναν οι Χανσενικοί (Λεπροί)

Από το μέτρο του εγκλεισμού στο στρατόπεδο εξαιρέθηκε ο Αθανάσιος Καζούλλης, με τον οποίο η Διοίκηση κατοχής είχε προσωπική αντιπαλότητα. Παρέμεινε υπό περιορισμό στο σπίτι του, σε όλη τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, μέχρι το Σεπτέμβριο 1943.

Η πληροφόρηση των εγκλείστων στην τάφρο γινόταν αξιοπερίεργο τρόπο. Σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιος νεαρός, με τη σφεντόνα του, πήγαινε πάνω από την τάφρο και κυνηγούσε σπουργίτια- ανατολίτες. Σε κάποιο σημείο αντί για πέτρα πετούσε το χαρτάκι τυλιγμένο σε πετρούλα με όλα τα νέα των ημερών. Φυσικά γνώριζαν οι μυημένοι τον τρόπο αυτό και πάντοτε βρίσκονταν στο ειδικό σημείο. Και πάλιν για την Ιστορία, ο νεαρός με τη σφεντόνα ονομαζόταν Γιάννης Σαντορινιός. Επίσης δεν ήταν δυνατόν οι κρατούντες να φανταστούν ότι στα γιαπράκια (ντολμαδάκια) της Καλλιρρόης Καταλειφού ή μέσα στους λαχανοντολμάδες που έφτιαχνε για τον έγκλειστο σύζυγό της Δημήτρη, βρίσκονταν καλά τυλιγμένα τα σημειώματα με τις πληροφορίες για την εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όταν δεν υπήρχαν ντολμάδες, τότε επιστρατεύονταν τα κοτσιδάκια του μόλις 11/2 χρόνων παιδιού τους, της Κικής. Στο τύλιγμά τους ... παρεισέφρεαν και τα σημειωματάκια, τα τόσο πολύτιμα για τους κρατούμενους.

Η Διοίκηση των νήσων και φυσικά η ιταλική Κυβέρνηση αρνήθηκε, να επισκεφθεί τους κρατούμενους στην τάφρο εκπρόσωπος της ελβετικής Κυβερνήσεως, συζητούσε, όμως, την επίσκεψη εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, εφόσον δεχόταν και η ελληνική Κυβέρνηση να επισκεφθεί ο Δ.Ε.Σ. τους αιχμαλώτους Ιταλούς στρατιώτες, που προωθήθηκαν πλέον στο ελληνικό έδαφος. Τα γεγονότα πρόλαβαν τις σχετικές διαπραγματεύσεις που γίνονταν στη Ρώμη και στη Γενεύη, μεταξύ της Ελβετίας που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Ελλάδος και της Ουγγαρίας που εκπροσωπούσε την Ιταλία.

Η εσπευσμένη αναχώρηση του διοικητή των νήσων Ντε Βέκκι έσωσε τους κρατούμενους της τάφρου από το βαρύ χειμώνα που ενέσκηψε στο νησί.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1940, επισκέφτηκε την τάφρο ο νέος διοικητής στρατηγός Έττορε Μπάστικο και αμέσως διέταξε τη μεταφορά των κρατουμένων στους στάβλους Cavallini.

Κυρίες και κύριοι,

Περπατώντας την τάφρο, εκεί κάτω, άθελά σου τους συναντάς, τους βλέπεις και χωρίς να πολυσκεφτείς νιώθεις περηφάνια, γιατί κι αυτοί με τον τρόπο τους έγραψαν ιστορία

Πρώτη ενέργεια των Δωδεκανησίων ναυτικών των οποίων τα πλοία βρίσκονταν σε ελληνικούς λιμένες, ήταν να ξεσχίσουν και να κάψουν τις ιταλικές σημαίες. Ζητήθηκε αμέσως τα πλοία τους να εγγραφούν στα ελληνικά νηολόγια και να ανυψώσουν την ελληνική σημαία. Στις 11 Δεκεμβρίου 1940 με την υπ' αριθμ 443 Διαταγή όλα τα Δωδεκανησιακά πλοία αναπέτασαν την ελληνική σημαία.

Οι Δωδεκανήσιες διανοούμενες 500 τον αριθμόν, που βρίσκονταν στην Αθήνα και τον Πειραιά, με την κήρυξη του πολέμου συνέταξαν διαμαρτυρία η οποία στάλθηκε σε όλες τις γυναίκες του κόσμου. Μέσω του υπουργείου Τύπου πέτυχαν να έχουν μια Δωδεκανησιακή ώρα στο πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών η οποία άρχισε να μεταδίδεται αμέσως.

Εξέλεξαν Επιτροπή η οποία αποτελούνταν από τις κυρίες Πασιθέα Σαλιγγάρου, Εύρη Βαρίκα, Κάκια Μένδρη, Αικατερίνη Χατζησταυρή, Αντιγόνη Ζουρούδη, τη Μάνα της Δωδεκανήσου και Τασία Καραμούζη. Από τις πρώτες Δωδεκανήσιες που προσέτρεξαν ως εθελόντριες νοσοκόμες ήταν οι Καραμπούλη Τέρψις, Σχοινά Αντιγόνη, Σχοινά Βασιλική, Καραμούζη Μαρία, Σταφυλίδου Σεβαστή, Μπιλλίρη Σεβαστή, Μπιλλίρη Μαρία, Καρπαθίου Ειρήνη, Καρπαθίου Σοφία, Τζαβάρα. Σουλούνια Αικατερίνη. Εκπαιδεύονταν επίσης οι Διακογιάννη Έλλη, Κρητικού Φωφώ, Τζηλιλή Σοφία, Καζαμία Δέσποινα, Εμίρη Περσεφόνη, Σακλαρίδου Μαρία, Ντεϊμεντέ Γεωργία, Πολίτου Σοφία, Σταθοπούλου Ευαγγελία και Τασία, Καντιόγλου Καλλιρρόη, Λαίου Έλλη, Τρουλινού Ηρώ, Διακογιάννη Μαρία, Κυπραίου και Μαραγκού Μαρία.

Στο Δωδεκανησιακό Σκολειό, κάθε πρωί τα παιδιά των δώδεκα νησιών που παρακολουθούσαν τα μαθήματα, είχαν τη δική τους προσευχή, προσευχή-γρανίτης για κάθε παιδική ψυχή

 Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος αθάνατος ελέησον ημάς
    
Θεέ Μεγαλοδύναμε που κυβερνάς τον κόσμον,

    
άκου ετούτην την στιγμή των παιδιών σου τη φωνή

    
δυνάμωνε την Μάνα μας Ελλάδα ρίψε το 'μμάτι σου το σπλαχvικό

    
στην γλυκειά μας Πατρίδα και δος μας την ελευθεριά,

    
να Σε δοξάζωμεν όλοι μαζύ στης Μάνας μας την αγκαλιά

    
Και Συ, Μανούλα του Χριστού, και Μάνα μας Παρθένα,

    
που ξεύρεις από τον καϋμό του χωρισμού της Μάνας

    
ιδέ της Μάνας τον καϋμό, της Μάνας μας Ελλάδας

    
που βλέπει όπως άλλοτε και Συ εις τον Σταυρόν τα Δωδεκάνησά μας

    
Μη παύσης Παναγιά μας και του Χριστού Μητέρα να ενθυμίζης στον Θεό

    
στον σπλαχνικό Πατέρα, να μας λυτρώσ' απ' τη σκλαβιά

    
Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς

 Κυρίες και κύριοι,

Μετά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου η Δωδεκάνησος μάτωσε στέλνοντας τα παιδιά της να πολεμήσουν εναντίον του φασισμού, ματώνει και στην Αλβανία. Δίνει στο Πάνθεον της Αθανασίας τον πρώτο αξιωματικό, Αλέξανδρο Διάκο, τον Μπέλια, όπως τον ξέρουν οι Χαλκίτες, που πολεμούσε στα μαρμαρένια αλώνια και προέτρεπε τους στρατιώτες του να προχωρήσουν και να καταλάβουν το ύψωμα για μια ελεύθερη Δωδεκάνησο και στις 30 Δεκεμβρίου 1940 τον Καρπάθιο αεροπόρο Παναγιώτη Ορφανίδη.

Το εγχείρημα του Καρπάθιου γιατρού Βεργή στο Αγαθονήσι, όπου με συντρόφους του αιχμαλώτισε στις 17 Νοεμβρίου 1940, την ιταλική φρουρά του νησιού, έκαμε το γύρο του κόσμου και μεταδόθηκε ως το πρώτο κτύπημα εναντίον του φασισμού. Λίγο καιρό αργότερα η κατάληψη του Καστελλόριζου για ένα 24ωρο, το Φεβρουάριο 1941, καταρρίπτει το ανίκητο του Άξονα.

Με την κατάληψη αυτή οι δημοσιεύσεις στον ελληνικό και διεθνή τύπο είναι διθυραμβικές. Γράφουν:

«Χαράς ευαγγέλια. Η σάλπιγγα της ελευθερίας της Δωδεκανήσου εσήμανε και τα σαθρά τείχη της φασιστική ς Ιεριχούς άρχισαν να καταρρέουν παταγωδώς. Το πλήρωμα του χρόνου έφθασε και αι βουλαί του Υψίστου πραγματοποιούνται. Η κατατυραννηθείσα Δωδεκάνησος θραύει τα δεσμά της δουλείας και αρχίζει να αναπνέει την ζείδωρον αύραν της ελευθερίας ...»